παλικάρι — Παλαιά γραφή παλληκάρι. Ο γενναίος άνδρας, ο ριψοκίνδυνος. Λέγεται επίσης και ο πολεμιστής και, ιδιαίτερα, ο αγωνιστής του 1821. Στους βυζαντινούς χρόνους η λέξη σήμαινε κυρίως νέο πολεμιστή του πεζικού σώματος. Αργότερα όμως πήρε μεταφορική… … Dictionary of Greek
παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… … Dictionary of Greek
Вугуклаки, Алики — Алики Вугуклаки Αλίκη Βουγιουκλάκη Имя при рождении: Алики Стаматина Кумундуру Дата рождения: 20 июля 1933(1933 07 20) … Википедия
Вугуклаки — Вугуклаки, Алики Али´ки Стамати´на Вугукла´ки (греч. Αλίκη Βουγιουκλάκη), урождённая Кумунду´ру (20 июля 1933 23 июля 1996) гречанка, знаменитая актриса театра и кино. Родилась в г.Афины (район Маруси). Национальная звезда Греции. Проявила себя… … Википедия
Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… … Wikipedia
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το νέος με ωραίο, αρρενωπό παράστημα και με γενναιοψυχία, παλικάρι … Dictionary of Greek
μελλάκιον — μελλάκιον, τὸ (Α) [μέλλαξ] 1. νεαρός, παλικάρι 2. παραγιός … Dictionary of Greek